- φύεται
- φύ̱εται , φύωbring forthpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek
BUTOMON — Theophrasto recensetur inter eas herbas, quae in aquis et in terreno pariter proveniunt, ut phleos, cyperum etc. Φύεται δὲ εν ἀμφοῖν, καὶ ἐν γῇ καὶ εν τῷ ὕδατι, ἴτεα, κάλαμος ὀ αὐλητικὸς, κύπειρον, τύφη, φλέως. Et paulo post, Φύεται δὲ ἔνια… … Hofmann J. Lexicon universale
CYTORUS — a Cytoro, Phrysi fil. conditore, Cotyora Xenoph. Cyteorum Ptol. Urbs et mons Galatiae, in quo buxus plurima nascebatur. Strabo, l. 11. Πλείςτη δὲ καὶ ἀρίςτη πύξος φύεται κατα τὴν Α᾿μμςτριανὴν, καὶ μάλιςτα περὶ τὸν Κύτωρον. Catullus, Epigr. 4. v.… … Hofmann J. Lexicon universale
επιμήδιο — (epimedium). Γένος φυτών της οικογένειας των βερβερίδων. Πρόκειται για φυτά ποώδη και ριζωματοφόρα με φύλλα σύνθετα και άνθη μικρά διαφόρων χρωμάτων, σε απλές ή σύνθετες ταξιανθίες. Τα πέταλά τους είναι σταυρωτά και τα περισσότερα καλύπτονται με… … Dictionary of Greek
επιφυής — ές 1. αυτός που φύεται μετά ή πάνω στην επιφάνεια άλλου 2. βοτ. αυτός που φύεται απευθείας πάνω στο στέλεχος τού φυτού, ο άμισχος («φύλλα ή άνθη επιφυή») 3. ιατρ. (για όγκο ή σάρκωμα) αυτός που εκβλαστάνει από τη σάρκα και προσφύεται πάνω στο… … Dictionary of Greek
λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
ανθόξανθο — (anthoxanthum). Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών, φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου. Πρόκειται για γρασίδι, χρήσιμο για τη βοσκή των ζώων, με ευχάριστο άρωμα. Από τα πέντε είδη του… … Dictionary of Greek